ουραχός
From LSJ
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
Greek Monolingual
ο (Α οὐραχός)
νεοελλ.
ανατ. το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό τμήμα του αλαντοειδούς πόρου στο έμβρυο, το οποίο πριν από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε μέσο ομφαλοκυστικό σύνδεσμο
αρχ.
1. ο αγωγός τών ούρων στο έμβρυο
2. το κορυφαίο άκρο της καρδιάς
3. κορμός, στέλεχος φυτού
4. αιχμή τρυπάνου
5. φρ. «οὐραχοὶ τῶν ὀφρύων» — τα εξωτερικά άκρα τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + επίθημα -χος (πρβλ. στόμαχος)].