πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
ὀχετόκρανον, τὸ (Α)το ακραίο τμήμα οχετού, από όπου εκχέεται το νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κρανίον (πρβλ. κιονόκρανον), βλ. λ. κρανίο].