οχύρωμα

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

το (Α ὀχύρωμα οχυρώ
οχυρωμένη τοποθεσία, οχυρό
νεοελλ.
συνεκδ. τεχνικό έργο που εξασφαλίζει την αμυντική ικανότητα μιας θέσης.