ούρλιασμα

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

και ουρλιαχτό, το ουρλιάζω
1. η χαρακτηριστική μακρόσυρτη κραυγή ζώου, σκούξιμο
2. μτφ. (για πρόσ.) άναρθρη κραυγή.