Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
gen. of οἶς.
gén. de οἶς.
and ὄιος: see ὄις.
οἰός: и ὄϊος gen. к ὄϊς (= οἶς).