οὐλόχυτα
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
[Seite 414] τά, = Folgdm, Hesych. erkl. κατάργματα.
οὐλόχυτα: «τὰ κατάργματα» Ἡσύχ.
οὐλόχυτα, τὰ (Α)
ουλοχύται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλοχύται, με αλλαγή γένους].