οὐρανόροφος

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνόροφος Medium diacritics: οὐρανόροφος Low diacritics: ουρανόροφος Capitals: ΟΥΡΑΝΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ouranórophos Transliteration B: ouranorophos Transliteration C: ouranorofos Beta Code: ou)rano/rofos

English (LSJ)

οὐρανόροφον, with vaulted ceiling or with vaulted canopy, prob. cj. for οὐρανοφόρος in Ath.1.48f; v. οὐρανός ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 417] mit einem Zeltdach überwölbt, σκηνή, Ath. II, 48 f.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνόροφος: ον (γραπτ. οὐραώρ-), ὁ ἔχων θολοειδῆ ὀροφήν, Ἀθήν. 48F (ἔνθα ὅμως τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἔχουσιν οὐρανοφόρον)· ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ.

Greek Monolingual

οὐρανόροφος, -ον (Α)
αυτός που έχει θολωτή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + ὀροφή.