πάνσκοπος
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
πάνσκοπον, all-seeing, ὄμμα Δίκης AP7.580 (Jul. Aegypt.).
German (Pape)
[Seite 462] Alles schauend; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); ὄμμα Δίκης, Iul. Aeg. 48 (VII, 580).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voit ou observe tout.
Étymologie: πᾶν, σκοπέω.
Russian (Dvoretsky)
πάνσκοπος: все озирающий, всевидящий (ὄμμα δίκης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πάνσκοπος: -ον, ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, ὄμμα δίκης Ἀνθ. Πλαν. 233.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βλέπει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. εύσκοπος].
Greek Monotonic
πάνσκοπος: -ον, αυτός που βλέπει τα πάντα, σε Ανθ.
Middle Liddell
πάν-σκοπος, ον,
all-seeing, Anth.