πάρθεσαν
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ao.2 act épq. de παρατίθημι.
English (Autenrieth)
see παρατίθημι.
Greek Monotonic
πάρθεσαν: Επικ. αντί παρέθεσαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του παρατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
πάρθεσαν: эп. 3 л. pl. aor. 2 к παρατίθημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρθεσαν indic. aor. act. 3 plur. van παρατίθημι.