Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
Full diacritics: πάσομαι | Medium diacritics: πάσομαι | Low diacritics: πάσομαι | Capitals: ΠΑΣΟΜΑΙ |
Transliteration A: pásomai | Transliteration B: pasomai | Transliteration C: pasomai | Beta Code: pa/somai |
[ᾰ], v. πατέομαι:—but πάσομαι [α], v. πάομαι.
f. de πάομαι².
πάσομαι: [ᾰ], ἴδε ἐν λ. πατέομαι· - ἀλλὰ πάσομαι [ᾱ], ἴδε ἐν λ. πάομαι.
πάσομαι: [ᾰ],
I. μέλ. του πατέομαι· αλλά, II. πάσομαι [ᾱ], του πάομαι.