παγκοίρανος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
παγκοίρανον, supreme ruler, θεὰ παγκοίρανε θήρης Opp.C.4.21.
German (Pape)
[Seite 436] Alles beherrschend, θεὰ παγκοίρανε θήρης, Opp. Cyn. 4, 21.
Greek (Liddell-Scott)
παγκοίρᾰνος: -ον, κύριος πάντων, πότνα θεὰ παγκοίρανε θήρης Ὀππ. Κ. 4. 21· Σαβάζιος Συλλ. Ἐπιγρ. 3791.
Greek Monolingual
παγκοίρανος, -ον (Α)
αυτός που είναι απόλυτος κύριος, εξουσιαστής όλων («θεὰ παγκοίρανε θήρης», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κοίρανος «δεσπότης, κύριος» (πρβλ. πολυκοίτανος)].