παγός

English (LSJ)

v. πηγός.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱγός: -ή, -όν, Δωρ. ἀντὶ πηγός, Ἀλκμάν 1.

Greek Monolingual

παγός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πᾱγός Dor. voor πηγός.