παλίγγνωστος

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίγγνωστος Medium diacritics: παλίγγνωστος Low diacritics: παλίγγνωστος Capitals: ΠΑΛΙΓΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: palíngnōstos Transliteration B: palingnōstos Transliteration C: paliggnostos Beta Code: pali/ggnwstos

English (LSJ)

gloss on παλινδαές, Hsch.

German (Pape)

[Seite 448] wieder erkannt, Hesych. Erkl. von παλινδεές, od. richtiger παλινδαές.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίγγνωστος: -ον, ἐκ νέου γνωσθείς, ὃν ἐκ νέους ἔμαθέ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλινδαές.

Greek Monolingual

παλίγγνωστος, -ον (Α)
αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + γνωστός (< γιγνώσκω)].