παλίσσυρτος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
παλίσσυρτον, (σύρω) dragged back, Corp.Herm.10.8 (v.l. παλίσσυτος).
Greek Monolingual
παλίσσυρτος, -ον (Α)
αυτός που σύρεται προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + συρτός (< σύρω)].