παλαιοτροπία

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιοτροπία Medium diacritics: παλαιοτροπία Low diacritics: παλαιοτροπία Capitals: ΠΑΛΑΙΟΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: palaiotropía Transliteration B: palaiotropia Transliteration C: palaiotropia Beta Code: palaiotropi/a

English (LSJ)

ἡ, old-fashionedness, Eust.531.40.

German (Pape)

[Seite 445] ἡ, alterthümliche Sitte, Eust. 531, 40.

Greek (Liddell-Scott)

παλαιοτροπία: ἡ, ἴδε τὸ ἑπόμενον.

Greek Monolingual

παλαιοτροπία, ἡ (Μ) παλαιότροπος
παλαιός τρόπος, αρχαία συνήθεια.