παλιοπαρέα
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
η
1. παρέα από ανυπόληπτα άτομα
2. συντροφιά ατόμων τα οποία είναι δεμένα μεταξύ τους με μακροχρόνιους φιλικούς δεσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + παρέα].