παλλακός
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ, minion, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 452] ὁ, der geliebte Knabe, amasius, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
παλλᾰκός: ὁ, ὁ ἐρώμενος, ὁ παλλακευόμενος, ἐκ τοῦ πάλλαξ (ὃ ἴδε), Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
παλλακός, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἐρώμενος»
2. (κατά τον Φώτ.) «παλλακόν
τὸν παλλακευόμενον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλαξ, -ακος, κατά τα αρσενικά σε -ός].