πανήμαρ

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (επικ. τ.) κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, καθ' όλη την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἦμαρ «ημέρα» (πρβλ. αντήμαρ)].