παναισχής
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
German (Pape)
[Seite 456] ές, = Folgdm, Arist. Eth. 1, 8, 16.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait honteux.
Étymologie: πᾶν, αἶσχος.
Russian (Dvoretsky)
πᾰναισχής: Arst. = πάναισχρος.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰναισχής: -ές, ὅλως ἄσχημος, ἀσχημότατος, τὴν ἰδέαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 163.
Greek Monotonic
πᾰναισχής: -ές (αἶσχος), εντελώς άσχημος, ασχημότατος, σε Αριστ.