πανούκλα

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜ
η νόσος πανώλης
νεοελλ.
1. γυναίκα κακή και άσχημη
2. φρ. «απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα» — λέγεται για καθετί κακό, το οποίο όμως έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πανούκλα < λατ. panucula, υποκορ. του panus «πηνίο, οίδημα»].