παράλοιπος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
παράλοιπον, remaining besides, Arist.APo.93b13.
German (Pape)
[Seite 488] wie λοιπός, übrig, Arist. anal. post. 2, 8, zw.
Russian (Dvoretsky)
παράλοιπος: остающийся, остальной Arst.
Greek (Liddell-Scott)
παράλοιπος: -ον, ὁ παραλειφθείς, ὑπόλοιπος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 8, 7.