παρέκει

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

και παρακεί και παρακείθε(ς) / παρέκει ΝΜ
επίρρ.
1. πιο πέρα, σε απόσταση από ένα σημείο, παραπέρα, μακρύτερα («κάνε παρέκει» — πήγαινε πιο πέρα)
2. μτφ. φρ. «ως εδώ και μη παρέκει» — αρκεί ως εδώ, φτάνει πια, αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο, μην υπερβαίνεις τα καθιερωμένα όρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. παρακεί / παρακείθε < παρ(α)- + εκεί / κείθε, ενώ ο τ. παρέκει < παρεκεί με αναβιβασμό τόνου].