παρένταξις
μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A insertion, τῶν μεσοτήτων Plu.2.1022d (pl.).
2 in Tactics, insertion, e.g. of light-armed troops among hoplites, Ascl. Tact.6.1.
German (Pape)
[Seite 516] ἡ, das Dazwischeneinstellen, Einschieben, Plut. de an. procr. 20.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
intercalation.
Étymologie: παρεντάσσω.
Russian (Dvoretsky)
παρένταξις: εως ἡ вставка, внесение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παρένταξις: ἡ, παρεμβολή, παρενθήκη, Πλούτ. 2. 1022D.
Greek Monolingual
-άξεως, ἡ, Α παρεντάττω / παρεντάσσω]
1. παρεμβολή, παρενθήκη, προσθήκη ανάμεσα σε κάτι
2. (για ελαφρώς οπλισμένα στρατεύματα) η παρεμβολή μεταξύ οπλιτών.
Translations
Bulgarian: вмъкване; Catalan: inserció; Danish: indkast; French: insertion; Ancient Greek: παρένταξις, ἔνθεσις; Indonesian: pemasukan; Italian: inserzione; Maori: kōurunga, kuhinga, kōkuhunga; Portuguese: inserção; Quechua: sat'iy; Romanian: inserție, inserare; Spanish: inserción