μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
και παραβαραίνω1. βαραίνω, φορτώνω κάτι πάρα πολύ, παραφορτώνω2. προκαλώ μεγάλη ενόχληση σε κάποιον3. (αμτβ.) α) αυξάνομαι υπερβολικά σε βάροςβ) γίνομαι δυσκίνητος ή καταπέφτω.