παραζητέω
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
inquire into, search amiss, M.Ant.12.5, Al.Le.27.33.
German (Pape)
[Seite 478] eine unrechte, unnütze Untersuchung anstellen, Sp., wie M. Ant. 12, 5.
Greek (Liddell-Scott)
παραζητέω: ζητῶ, ἐρευνῶ κακῶς ἢ ματαίως, ἄνευ ἀποτελέσματος, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 5.
French (Bailly abrégé)
παραζητῶ :
chercher en vain.
Étymologie: παρά, ζητέω.