παραθυράκι

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source

Greek Monolingual

το παράθυρο
1. μικρό παράθυρο
2. τρόπος διαφυγής ή υπεκφυγής («σε κάθε νόμο υπάρχουν παραθυράκια»).