παραθυρόφυλλο

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

το
καθένα από τα εξωτερικά συνήθως ξύλινα πλαίσια με τα οποία κλείνονται τα ανοίγματα των παραθύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράθυρο + φύλλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικ. Κοντοπούλου].