παρακεντές

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

ο
1. άτομο που εργάζεται ως εργάτης γης για λογαριασμό κτηματία εκτελώντας συνήθως έκτακτες και βοηθητικές εργασίες
2. συνεκδ. αυτός που ζει προσκολλημένος σε κάποιον, ο παράσιτος
3. (υβριστικά) άνθρωπος τιποτένιος, ανάξιος λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. parakente, πιθ. < μσν. παρακενωτής].