παραμερισμός
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Greek Monolingual
ο
το παραμέρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμερίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].