παραπίμπλημι
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
fill, Tim.Gaz. in Ar.Byz.Epit.93.26.
Greek Monolingual
Α
παραγεμίζω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πίμπλημι «γεμίζω»].