παρασιτώ

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

παρασιτῶ, -έω, ΝΜΑ, και παρασιτεύω Α παράσιτος
νεοελλ.
1. (για μικρόβιο) ζω ως παράσιτο σε έναν οργανισμό
2. μτφ. (για ανθρώπους) ζω παρασιτικά, αναπτύσσομαι και τρέφομαι εις βάρος κάποιου άλλου και με δικές του δαπάνες, αντί να βρίσκω μόνος μου τα μέσα διαβίωσής μου
αρχ.
1. τρώω και κατοικώ δίπλα σε κάποιον
2. (κυρίως για ιερείς) έχω την τιμή να συμμετέχω σε σίτιση που γίνεται με δημόσια έξοδα.