παρατρύζω
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
coo beside or near, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 504] (s. τρύζω), daneben, dabei zwitschern, VLL., die παραφωνέω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
παρατρύζω: «παρατρύζει· παραφωνεῖ. Γογγύζει» Ἡσύχ.· «εἴληπται δὲ ἀπὸ τῶν ὀρνέων ὅτ’ ἂν τοῖς οἰκείοις νεοττοῖς γοερὰ ἐπιφωνοῦσιν» Φώτ.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «παραφωνῶ, γογγύζω»>, τσιρίζω γοερά
2. (κατά τον Φώτ.) «εἴληπται δὲ ἀπό τῶν ὀρνέων ὅτ' ἄν τοῖς οἰκείοις νεοττοῖς γοερὰ ἐπιφωνοῦσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τρύζω «μουρμουρίζω»].