παρείρω

English (LSJ)

(εἴρω A) thread in, insert, παρείρας πλεκτάνην A.Fr. 281.3; οὐδ' ἂν τρίχα, μὴ ὅτι λόγον π. X.Smp.6.2; τὴν χεῖρα Plb. 18.18.13; νόμους παρείρων is corrupt in S.Ant.368 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 512] (εἴρω), daneben od. dabei anreihen, einschieben; Aesch. frg. 267; μεταξὺ τοῦ ὑμᾶς λέγειν οὐδ' ἂν τρίχα μὴ ὅτι λόγον ἄν τις παρείρειεν, Xen. Conv. 6, 2; Pol. 18, 1, 13; Ath. V, 190 a.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
insérer de côté ; introduire doucement ; mêler, confondre.
Étymologie: παρά, εἴρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-είρω erin rijgen; overdr.. νόμους π. wetten erbij betrekken Soph. Ant. 368 (tekst en bet. onzeker).

Russian (Dvoretsky)

παρείρω: (только praes.) вставлять, вводить (τι Aesch., Xen., Polyb.).

Greek Monolingual

Α
παρεμβάλλω, παρενείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἴρω (Ι) «συναρμόζω, συμπλέκω»].

Greek Monotonic

παρείρω: μόνο στον ενεστ.,
I. προσδένω πλαγίως, εισάγω, σε Ξεν.· νόμους παρείρων, εάν προσθέσει την φρούρηση των νόμων, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παρείρω: προσδένω ἢ πλέκω πλησίον, παρενείρω, πλεκτάνην Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· οὐδ᾿ ἂν τρίχα, μὴ ὅτι λόγον Ξεν Συμπ. 6, 2· τὴν χεῖρα Πολύβ. 18. 1, 13 ― νόμους παρείρων, ἐν Σοφ. Ἀντ. 368, φαίνεται ἐφθαρμ.· ὁ Reiske προὔτεινε γεραίρων, ὁ Schäf. γὰρ αἴρων, κλ. ― Ὁ Jebb περεδέξατο καὶ εἰσήγαγεν εἰς τὸ κείμενον τὴν διόρθωσιν τοῦ Reiske ἢν θεωρεῖ βεβαίαν· ὁ δὲ ἡμέτερος Σεμιτέλος εἴκασε: παροίκων.

Middle Liddell

only in pres.]
to fasten in beside, insert, Xen.; νόμους παρείρων if he adds observance of laws, Soph.