παρερμηνεύω
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
misinterpret, τὸν ποιητήν Str.7.3.10, cf. PGiss.40 ii 7 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 518] falsch auslegen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρερμηνεύω: ἐσφαλμένως, κακῶς ἑρμηνεύω, τὸν ποιητὴν Στράβ. 303·-παρερμήνευμα, τό, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 886C: - παρερμηνευταί, οἱ, οἱ παρερμηνεύοντες, αἵρεσίς τις Χριστιανική, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ΝΑ
ερμηνεύω κάτι εσφαλμένα, παρανοώ, παρεξηγώ (α. «παρερμήνευσες τα όσα είπα» β. «παρερμηνεύειν τὸν ποιητήν», Στράβ.).