πασάς

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

ο
1. (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη βόρεια Αφρική) τιμητικός τίτλος ο οποίος απονεμόταν σε στρατιωτικούς και ανώτατους κρατικούς αξιωματούχους
2. (σήμερα στην Τουρκία) προσφώνηση σε κοινωνικά ανώτερο άτομο, αν και ορισμένες φορές ενέχει κάποια ειρωνεία
3. φρ. «πασά μου»
(με θωπευτ. σημ.) άρχοντά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pasa].