παχύφωνος

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύφωνος Medium diacritics: παχύφωνος Low diacritics: παχύφωνος Capitals: ΠΑΧΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: pachýphōnos Transliteration B: pachyphōnos Transliteration C: pachyfonos Beta Code: paxu/fwnos

English (LSJ)

παχύφωνον, of coarse sound, στοιχεῖον Aristid. Quint.1.21 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

παχύφωνος: -ον, ὁ παχὺς δηλ. τραχὺς κατὰ τὸν ἦχον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 46, ἐν τῷ συγκρ. -ότερος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο παχύς, δηλ. ο τραχύς ως προς τον ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος].