πελάτις

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

German (Pape)

[Seite 550] ιδος, ἡ, fem. zu πελάτης, Dienerinn, Plut. Cat. 24.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
servante.
Étymologie: πελάτης.

Greek Monotonic

πελάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. αντί πελάτης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πελάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ служанка Plut.

Middle Liddell

πελά˘τις, ιδος, ἡ,
[fem. of πελάτης, Plut.]