πεντόροβος

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντόροβος Medium diacritics: πεντόροβος Low diacritics: πεντόροβος Capitals: ΠΕΝΤΟΡΟΒΟΣ
Transliteration A: pentórobos Transliteration B: pentorobos Transliteration C: pentorovos Beta Code: pento/robos

English (LSJ)

ὁ,
A = γλυκυσίδη, Dsc.3.140, Plin. HN 25.29, 27.84.
2 an architectural ornament in this form, IG 11(2).161 B 19 (Delos, iii B. C.): πεντώροβος, BCH 32.11 (ibid., iv B. C.), IG 22.1451.29, 1452.7.

German (Pape)

[Seite 559] ἡ, eine Pflanze, sonst γλυκυσίδη.

Greek Monolingual

και πεντώροβος, ὁ, ἡ πεντόροβον, τὸ, Α
1. το φυτό γλυκυσίδη
2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με σχήμα γλυκυσίδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ὄροβος «είδος οσπρίου». Ο τ. πεντώροβος με έκταση λόγω συνθέσεως].