πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Full diacritics: περιίπταμαι | Medium diacritics: περιίπταμαι | Low diacritics: περιίπταμαι | Capitals: ΠΕΡΙΙΠΤΑΜΑΙ |
Transliteration A: periíptamai | Transliteration B: periiptamai | Transliteration C: periiptamai | Beta Code: perii/ptamai |
later form for περιπέτομαι, Arist.HA542b24, D.C. 58.5, Alex.Trall.Febr.4.
περιίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ περιπέτομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 2, Δίων Κ. 58. 5, κτλ.
ΝΜΑ
πετώ επάνω και γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἵπταμαι «πετώ»].