περιστρωφάομαι

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
parcourir, acc..
Étymologie: περιστροφή.

Russian (Dvoretsky)

περιστρωφάομαι: [frequ. к περιστρέφομαι] обходить кругом (πάντα τὰ χρηστήρια Her.).

Greek (Liddell-Scott)

περιστρωφάομαι: θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404.

Greek Monotonic

περιστρωφάομαι: θαμιστικό του περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, τριγύρω σε όλα τα μαντεία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[Frequentat. of περιστρέφομαι]
περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια going round to all the oracles, Hdt.