περιωπής

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

German (Pape)

[Seite 602] ές, weitumher sichtbar, Orph. Arg. 14, zweifelhaft.

Greek Monolingual

-ές, Α περιωπή
αυτός που φαίνεται από παντού, περίοπτος.