περκαίνω

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περκαίνω Medium diacritics: περκαίνω Low diacritics: περκαίνω Capitals: ΠΕΡΚΑΙΝΩ
Transliteration A: perkaínō Transliteration B: perkainō Transliteration C: perkaino Beta Code: perkai/nw

English (LSJ)

= περκάζω (become dark, turn dark, darken, make dark-coloured), σέλας οἰνωπὸν ἐξέλαμπε περκαίνων γένυν E. Cret. 15 ; = διαποικίλλεσθαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 602] schwärzlich nachen, dunkel färben, Hesych. erkl. διαποικίλλεσθαι.

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι περκνό, του δίνω πιο σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. περκνός.