πεταχτάρα

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

η, Ν
ψωμί που ζημώθηκε και ψήθηκε βιαστικά, αλλ. πεταχτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός (< πετώ) + κατάλ. -άρα (πρβλ. τρομάρα)].