πετρολογία
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
Greek Monolingual
η, Ν
1. κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη της χημικής σύστασης, του ιστού και της υφής, της εμφάνισης και της κατανομής τών πετρωμάτων, καθώς και με την προέλευσή τους σε σχέση με τις φυσικοχημικές συνθήκες και τις γεωλογικές διεργασίες και η οποία διακρίνεται σε δύο κλάδους, στην πειραματική πετρολογία και στην πετρογραφία
2. φρ. «πειραματική πετρολογία» — κλάδος της πετρολογίας που περιλαμβάνει την εργαστηριακή σύνθεση τών πετρωμάτων με σκοπό τη δημιουργία χημικών και φυσικών συνθηκών υπό τις οποίες είναι δυνατόν να παρατηρηθούν όλες οι ορυκτολογικές παραγενέσεις, έτσι ώστε ο πετρολόγος να εξακριβώσει τις συνθήκες υπό τις οποίες σχηματίστηκαν τα πετρώματα στη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petrology < πέτρα + -λογία].