πετρόβλητος

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρόβλητος Medium diacritics: πετρόβλητος Low diacritics: πετρόβλητος Capitals: ΠΕΤΡΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: petróblētos Transliteration B: petroblētos Transliteration C: petrovlitos Beta Code: petro/blhtos

English (LSJ)

πετρόβλητον,
A pelted with stones, Phot.
II affected by the stone, νεφροί Id.

German (Pape)

[Seite 606] mit Steinen geworfen, getroffen, Sp.; νεφροί, am Steine leidend, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

πετρόβλητος: -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει χτυπηθεί από ρίξιμο πέτρας
2. (για νεφρό) αυτός που έχει προσβληθεί από λιθίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. λιθόβλητος].