πετσώνω

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

πετζώνω, ΝΜ πετσί
επενδύω με δέρμα
νεοελλ.
1. δημιουργώ κρούστα, πιάνω πέτσα
2. ναυτ. επικαλύπτω εξωτερικά το σκάφος με σανίδες ή λαμαρίνες
3. δέρνω αλύπητα
4. φρ. α) «τήν πέτσωσα» ή «είμαι πετσωμένος» — έφαγα πολύ, παραχόρτασα.