πεττύκια
From LSJ
English (LSJ)
τά, clippings of leather, Moer. p. 305 P. (Cf. πεσσύγγιον.)
German (Pape)
[Seite 606] τά, = πιττάκια, Moer.
Greek Monolingual
τὰ, Α
τα λεπτά αποκόμματα τών δερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας, η οποία συνδέεται πιθ. με τη λ. πίσυγγος (πρβλ. πέσσυμπτον, πεσσύπτη). Κατ' άλλους, η λ. πρέπει να συνδεθεί με το πιττάκιον].