πευστέον
From LSJ
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
English (LSJ)
(πυνθάνομαι) one must inquire, Pl.Sph.244b.
Greek (Liddell-Scott)
πευστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πυνθάνομαι, δεῖ πυνθάνεσθαι, Πλάτ. Σοφιστ. 244Β.
German (Pape)
Adj. verb. zu πυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
πευστέον: adj. verb. к πυνθάνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πευστέον, adj. verb. van πεύθομαι of πυνθάνομαι, er moet nagevraagd worden.