πηδάλιο

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek Monolingual

το / πηδάλιον, ΝΜΑ
1. ναυτ. κινητό εξάρτημα μέσω του οποίου επιτυγχάνονται η διεύθυνση και οι ελιγμοί του πλοίου
2. διακυβέρνηση (α. «πηδάλιο του κράτους» β. «πηδάλιον ψυχῶν», Ιωάν. Θεσσ.)
νεοελλ.
1. (αεροπ.) χαρακτηρισμός τών οργάνων που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της περιστροφής αεροσκάφους γύρω από τους τρεις άξονές του, για πρόνευση, για διατοιχισμό, για εκτροπή (α. «πηδάλιο ύψους-βάθους» β. «πηδάλιο κλίσεως» γ. «πηδάλιο διευθύνσεως»)
2. εκκλ. συλλογή κανόνων η οποία εκπονήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα από τους αγιορείτες Νικόδημο και Αγάπιο και περιλαμβάνει κανόνες τών οικουμενικών και τοπικών συνόδων, τών αποστόλων και πατέρων της Εκκλησίας, τους οποίους κατοχύρωσε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος
αρχ.
1. το φυτό πολύγονον το άρρεν
2. στον πληθ. τὰ πηδάλια
α) τα πλοκάμια του ναυτίλου όταν μετακινείται στη θάλασσα
β) τα πίσω πόδια της ακρίδας
3. φρ. «ἱππικὸν πηδάλιον» — τα ηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδόν + υποκορ. κατάλ. -(άλ)ιον πιθ. μέσω αμάρτυρου πήδ-αλον (< πηδόν + επίθημα -αλον, πρβλ. πέταλον, ρόπαλον)].