πινελιά

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

η, Ν
1. ίχνος χρώματος που αφήνει το πινέλο σε μια επιφάνεια
2. η ποσότητα του χρώματος που μπορεί να πάρει κανείς με το πινέλο
3. ο τρόπος με τον οποίο ένας ζωγράφος χειρίζεται το πινέλο του, η δεξιοτεχνία του ζωγράφου
4. μτφ. ανταύγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πινέλο + κατάλ. -ιά].